- χλούνης
- -ου, ὁ, Α1. ως επίθ. α) (επικ. τ.) χαρακτηρισμός αγριόχοιρου («ἡ δὲ χολωσαμένη... ὦρσεν ἐπὶ χλούνην σῡν ἄγριον ἀργιόδοντα», Ομ. Ιλ.)β) αυτός που βγάζει αφρούς από το στόμα, ἀφριστής*γ) χλοεύνης*δ) ευνουχισμένοςε) ερημικός2. ως ουσ. α) αγριόχοιρος, κάπροςβ) κλέφτης («χλούνηνλωποδύτην», Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία απαντά αρχικά στον στ. τής Ιλιάδας 1539 ἡ δὲ χολωσαμένη... ὦρσεν ἐπὶ χλούνην σῦν ἄγριον ἀργιόδοντα, ως επίθ. προσδιοριστικό αγριόχοιρου. Σχετικά με τη σημ. τής λ. έχουν διατυπωθεί, ακόμη από την αρχαιότητα, διάφορες απόψεις (πρβλ. τις σημ. «μοναχικός», «άγριος», «αφρισμένος», «ξαπλωμένος πάνω στη χλόη»), από τις οποίες η πιο πιθανή είναι η άποψη τού Αριστοτέλη, σύμφωνα με την οποία η λ. χλούνης σημαίνει «ευνουχισμένος» και χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει τον αγριόχοιρο, λόγω τής μεγάλης αύξησης τού μεγέθους που παρουσιάζουν τα ευνουχισμένα ζώα (πρβλ. και τη διατήρηση τής αρχ. σημ. στον νεοελλ. τ. τής διαλέκτου τής Καλαβρίας ασκλούνη[ς] «ευνουχισμένο ζώο»). Η λ. απαντά αργότερα και ως ουσ. και χρησιμοποιήθηκε ως χαρακτηρισμός προσώπων, με γενικότερη μειωτική σημ., η οποία μπορεί να δικαιολογηθεί από την περιφρόνηση με την οποία αντιμετώπιζαν οι αρχαίοι Έλληνες τους ευνούχους. Με βάση, επομένως, τη σημ. «ευνουχισμένος» τής λ. χλούνης, η σύνδεση της με τη λ. χλόη μέσω ενός τ. *χλοFεύνης (< χλόη + εὐνή «κρεβάτι», πρβλ. τη σημ. «αυτός που είναι ξαπλωμένος στη χλόη» που προτείνεται ως ερμήνευμα τής λ.) δεν πρέπει να θεωρηθεί πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.